δασύνω — (AM δασύνω) [δασύς] προφέρω ή γράφω με δασύ πνεύμα (« Αττικοὶ δασύνουσι», «δασυνόμεναι λέξεις») αρχ. Ι. (για τον ουρανό) γεμίζω σύννεφα, καθιστώ σκοτεινό («ὁ Αργέστης ταχὺ δασύνει τὸν οὐρανόν») II. δασύνομαι 1. βγάζω μαλλιά («φαλακροὶ… … Dictionary of Greek
δασύνω — υνα, ύνθηκα, βάζω δασεία στο αρχικό φωνήεν μιας λέξης: Όσες λέξεις άρχιζαν από ύψιλον δασύνονταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδάσυνται — δασύνω make rough perf ind mp 3rd sg δασύνω make rough perf ind mp 3rd pl (epic ionic) δασύνω make rough perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδάσυντο — δασύνω make rough plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) δασύνω make rough plup ind mp 3rd pl (epic ionic) δασύνω make rough plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασυνθεῖσαν — δασύνω make rough aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασυνθεῖσι — δασύνω make rough aor part pass masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασυνθείη — δασύνω make rough aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασυνθείην — δασύνω make rough aor opt pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασυνθείς — δασύνω make rough aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασυνθῆναι — δασύνω make rough aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)